ὑστεροφανής

ὑστεροφανής
ὑστερο-φᾰνής, ές,
A brought to light later, Eust.864.15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑστεροφανής — brought to light later masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υστεροφανής — ές, Α αυτός που φαίνεται ύστερα, μετά από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. πρωτο φανής] …   Dictionary of Greek

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”